- ιζηματίας
- ἱζηματίας, ὁ (Α)(ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. -ιας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱζηματίας — ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc acc pl ἱζηματίᾱς , ἱζηματίας which causes subsidence masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱζηματίαι — ἱζηματίας which causes subsidence masc nom/voc pl ἱζηματίᾱͅ , ἱζηματίας which causes subsidence masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)